ευχαρίστηση
Greek
Declension
declension of ευχαρίστηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευχαρίστηση • | ευχαριστήσεις • |
genitive | ευχαρίστησης • ευχαριστήσεως • | ευχαριστήσεων • |
accusative | ευχαρίστηση • | ευχαριστήσεις • |
vocative | ευχαρίστηση • | ευχαριστήσεις • |
Coordinate terms
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.