απόλυτος
See also: απολυτός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀπόλυτος (apólutos), from ἀπολύω (apolúō, “to unbind”).
Adjective
Declension
declension of απόλυτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόλυτος | απόλυτη | απόλυτο | απόλυτοι | απόλυτες | απόλυτα |
genitive | απόλυτου | απόλυτης | απόλυτου | απόλυτων | απόλυτων | απόλυτων |
accusative | απόλυτο | απόλυτη | απόλυτο | απόλυτους | απόλυτες | απόλυτα |
vocative | απόλυτε | απόλυτη | απόλυτο | απόλυτοι | απόλυτες | απόλυτα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο απόλυτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο απόλυτος (o pio apólytos), etc.) |
Synonyms
- (abbreviation) απόλ. (apól.)
Related terms
- απόλυτος αριθμός n (apólytos arithmós, “cardinal number”)
Further reading
- απόλυτος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.