αριστερός
See also: ἀριστερός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀριστερός (aristerós, “left”)
Declension
declension of αριστερός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριστερός | αριστερή / αριστερά | αριστερό | αριστεροί | αριστερές | αριστερά |
genitive | αριστερού | αριστερής / αριστεράς | αριστερού | αριστερών | αριστερών | αριστερών |
accusative | αριστερό | αριστερή / αριστερά | αριστερό | αριστερούς | αριστερές | αριστερά |
vocative | αριστερέ | αριστερή / αριστερά | αριστερό | αριστεροί | αριστερές | αριστερά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αριστερός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αριστερός (o pio aristerós), etc.) |
Synonyms
- (left-handed): ζερβός (zervós)
Related terms
- αριστερά (aristerá, “left”, adjective)
- αριστερά f (aristerá, “the left”)
- αριστερίζω (aristerízo, “to be a left-winger”)
- αριστερισμός m (aristerismós, “leftism”)
- αριστεριστής m (aristeristís, “leftist”)
- αριστερίστικος (aristerístikos, “leftist”, adjective)
- αριστερίστρια f (aristerístria, “leftist”)
- αριστερόστροφος (aristeróstrofos, “anticlockwise”)
- αριστερόχειρας m (aristerócheiras, “left-hander, left-handed person”)
- αριστεροχειρία f (aristerocheiría, “left-handedness”)
- αριστερόχερος (aristerócheros, “lefthanded”, adjective)
- compare with: άριστος (áristos, “excellent”, adjective)
Antonyms
- δεξιός (dexiós, “right”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.