αυταρχικός
Greek
Declension
declension of αυταρχικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυταρχικός | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικοί | αυταρχικές | αυταρχικά |
genitive | αυταρχικού | αυταρχικής | αυταρχικού | αυταρχικών | αυταρχικών | αυταρχικών |
accusative | αυταρχικό | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικούς | αυταρχικές | αυταρχικά |
vocative | αυταρχικέ | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικοί | αυταρχικές | αυταρχικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αυταρχικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αυταρχικός (o pio aftarchikós), etc.) |
Related terms
- αυταρχία f (aftarchía, “autocracy”)
- αυτοκρατορικός (aftokratorikós, “imperial”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.