βάσιμος
Greek
Etymology
From Ancient Greek βάσῐμος (básimos). Morphologically βάση (vási, “base”) + -ιμος (-imos, suffix forming adjectives).
Adjective
βάσιμος • (vásimos) m (feminine βάσιμη, neuter βάσιμο)
Declension
declension of βάσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βάσιμος | βάσιμη | βάσιμο | βάσιμοι | βάσιμες | βάσιμα |
genitive | βάσιμου | βάσιμης | βάσιμου | βάσιμων | βάσιμων | βάσιμων |
accusative | βάσιμο | βάσιμη | βάσιμο | βάσιμους | βάσιμες | βάσιμα |
vocative | βάσιμε | βάσιμη | βάσιμο | βάσιμοι | βάσιμες | βάσιμα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο βάσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο βάσιμος (o pio vásimos), etc.) |
Antonyms
- αβάσιμος (avásimos, “unreliable”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.