βουτυρωμένος
Greek
Etymology
Lua error in Module:form_of/templates at line 91: The parameter "cap" is not used by this template. , passive voice of βουτυρώνω (voutyróno, “to butter”).
Pronunciation
- IPA(key): /vutiroˈmenos/
- Hyphenation: βου‧τυ‧ρω‧μένος
Participle
βουτυρωμένος • (voutyroménos) m (feminine βουτυρωμένη, neuter βουτυρωμένο)
- buttered
- το βουτυρωμένο ψωμί ― to voutyroméno psomí ― the buttered bread
Declension
declension of βουτυρωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βουτυρωμένος | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένοι | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
genitive | βουτυρωμένου | βουτυρωμένης | βουτυρωμένου | βουτυρωμένων | βουτυρωμένων | βουτυρωμένων |
accusative | βουτυρωμένο | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένους | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
vocative | βουτυρωμένε | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένοι | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.