δακτυλίδι
Greek
Declension
declension of δακτυλίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δακτυλίδι • | δακτυλίδια • |
genitive | δακτυλιδιού • | δακτυλιδιών • |
accusative | δακτυλίδι • | δακτυλίδια • |
vocative | δακτυλίδι • | δακτυλίδια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.