δαχτυλίδι
Greek
Alternative forms
- δακτυλίδι n (daktylídi)
Noun
δαχτυλίδι • (dachtylídi) n (plural δαχτυλίδια)
Declension
declension of δαχτυλίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαχτυλίδι • | δαχτυλίδια • |
genitive | δαχτυλιδιού • | δαχτυλιδιών • |
accusative | δαχτυλίδι • | δαχτυλίδια • |
vocative | δαχτυλίδι • | δαχτυλίδια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.