δημοκρατικός
Greek
Adjective
δημοκρατικός • (dimokratikós) m (feminine δημοκρατική, neuter δημοκρατικό)
- democratic, liberal, pertaining to democracy
- republican
Declension
declension of δημοκρατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοκρατικός | δημοκρατική | δημοκρατικό | δημοκρατικοί | δημοκρατικές | δημοκρατικά |
genitive | δημοκρατικού | δημοκρατικής | δημοκρατικού | δημοκρατικών | δημοκρατικών | δημοκρατικών |
accusative | δημοκρατικό | δημοκρατική | δημοκρατικό | δημοκρατικούς | δημοκρατικές | δημοκρατικά |
vocative | δημοκρατικέ | δημοκρατική | δημοκρατικό | δημοκρατικοί | δημοκρατικές | δημοκρατικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο δημοκρατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο δημοκρατικός (o pio dimokratikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοκρατικότερος | δημοκρατικότερη | δημοκρατικότερο | δημοκρατικότεροι | δημοκρατικότερες | δημοκρατικότερα |
genitive | δημοκρατικότερου | δημοκρατικότερης | δημοκρατικότερου | δημοκρατικότερων | δημοκρατικότερων | δημοκρατικότερων |
accusative | δημοκρατικότερο | δημοκρατικότερη | δημοκρατικότερο | δημοκρατικότερους | δημοκρατικότερες | δημοκρατικότερα |
vocative | δημοκρατικότερε | δημοκρατικότερη | δημοκρατικότερο | δημοκρατικότεροι | δημοκρατικότερες | δημοκρατικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δημοκρατικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δημοκρατικότατος | δημοκρατικότατη | δημοκρατικότατο | δημοκρατικότατοι | δημοκρατικότατες | δημοκρατικότατα |
genitive | δημοκρατικότατου | δημοκρατικότατης | δημοκρατικότατου | δημοκρατικότατων | δημοκρατικότατων | δημοκρατικότατων |
accusative | δημοκρατικότατο | δημοκρατικότατη | δημοκρατικότατο | δημοκρατικότατους | δημοκρατικότατες | δημοκρατικότατα |
vocative | δημοκρατικότατε | δημοκρατικότατη | δημοκρατικότατο | δημοκρατικότατοι | δημοκρατικότατες | δημοκρατικότατα |
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.