διαδραστικός
Greek
Declension
declension of διαδραστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαδραστικός | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικοί | διαδραστικές | διαδραστικά |
genitive | διαδραστικού | διαδραστικής | διαδραστικού | διαδραστικών | διαδραστικών | διαδραστικών |
accusative | διαδραστικό | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικούς | διαδραστικές | διαδραστικά |
vocative | διαδραστικέ | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικοί | διαδραστικές | διαδραστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο διαδραστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο διαδραστικός (o pio diadrastikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.