διαιρετέος
Greek
Declension
declension of διαιρετέος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαιρετέος | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέοι | διαιρετέες | διαιρετέα |
genitive | διαιρετέου | διαιρετέας | διαιρετέου | διαιρετέων | διαιρετέων | διαιρετέων |
accusative | διαιρετέο | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέους | διαιρετέες | διαιρετέα |
vocative | διαιρετέε | διαιρετέα | διαιρετέο | διαιρετέοι | διαιρετέες | διαιρετέα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο διαιρετέος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο διαιρετέος (o pio diairetéos), etc.) |
Noun
διαιρετέος • (diairetéos) m (plural διαιρετέοι)
- (mathematics) dividend (the number to be divided; numerator)
Declension
declension of διαιρετέος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιρετέος • | διαιρετέοι • |
genitive | διαιρετέου • | διαιρετέων • |
accusative | διαιρετέο • | διαιρετέους • |
vocative | διαιρετέε • | διαιρετέοι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.