διακριτικός
Greek
Adjective
διακριτικός • (diakritikós) m (feminine διακριτική, neuter διακριτικό)
- discreet (respectful of privacy or secrecy; quiet; diplomatic)
Declension
declension of διακριτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διακριτικός | διακριτική | διακριτικό | διακριτικοί | διακριτικές | διακριτικά |
genitive | διακριτικού | διακριτικής | διακριτικού | διακριτικών | διακριτικών | διακριτικών |
accusative | διακριτικό | διακριτική | διακριτικό | διακριτικούς | διακριτικές | διακριτικά |
vocative | διακριτικέ | διακριτική | διακριτικό | διακριτικοί | διακριτικές | διακριτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο διακριτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο διακριτικός (o pio diakritikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διακριτικότερος | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότεροι | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
genitive | διακριτικότερου | διακριτικότερης | διακριτικότερου | διακριτικότερων | διακριτικότερων | διακριτικότερων |
accusative | διακριτικότερο | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότερους | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
vocative | διακριτικότερε | διακριτικότερη | διακριτικότερο | διακριτικότεροι | διακριτικότερες | διακριτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διακριτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διακριτικότατος | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατοι | διακριτικότατες | διακριτικότατα |
genitive | διακριτικότατου | διακριτικότατης | διακριτικότατου | διακριτικότατων | διακριτικότατων | διακριτικότατων |
accusative | διακριτικότατο | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατους | διακριτικότατες | διακριτικότατα |
vocative | διακριτικότατε | διακριτικότατη | διακριτικότατο | διακριτικότατοι | διακριτικότατες | διακριτικότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.