διαλυμένος
Greek
Alternative forms
- διαλελυμένος (dialelyménos) (formal)
Etymology
Perfect participle of διαλύομαι (dialýomai), passive voice of διαλύω (“dissolve”). Descendant of the Hellenistic διαλελυμένος. Morphologically, from δια- (“through”) + λυμένος (“untie; solve”).
Pronunciation
- IPA(key): /ði͜a.liˈme.nos/, (colloquial in fast speech) /ðʝa.liˈme.nos/
- Hyphenation: δι‧α‧λυ‧μέ‧νος
Participle
διαλυμένος • (dialyménos) m (feminine διαλυμένη, neuter διαλυμένο)
- dissolved
- Το χάπι είναι διαλυμένο σε νερό. ― To chápi eínai dialyméno se neró. ― The pill is dissolved in water.
- dismantled
- Το κόμμα είναι διαλυμένο σε δύο παρατάξεις. ― To kómma eínai dialyméno se dýo paratáxeis. ― The party is split into two camps.
- (figuratively) wrecked, broken up, tired, exhausted
- Αισθάνομαι διαλυμένη απ' την κούραση και την απογοήτευση.
- Aisthánomai dialyméni ap' tin koúrasi kai tin apogoḯtefsi.
- I feel exhausted from fatigue and frustration.
Declension
declension of διαλυμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαλυμένος | διαλυμένη | διαλυμένο | διαλυμένοι | διαλυμένες | διαλυμένα |
genitive | διαλυμένου | διαλυμένης | διαλυμένου | διαλυμένων | διαλυμένων | διαλυμένων |
accusative | διαλυμένο | διαλυμένη | διαλυμένο | διαλυμένους | διαλυμένες | διαλυμένα |
vocative | διαλυμένε | διαλυμένη | διαλυμένο | διαλυμένοι | διαλυμένες | διαλυμένα |
Antonyms
- αδιάλυτος (adiálytos, “not dissolved; dissoluble”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.