εγκατάσταση
Greek
Noun
εγκατάσταση • (egkatástasi) f (plural εγκαταστάσεις)
- installation, establishment (act of installing)
- residence (permission to reside)
- installation (large equipment)
- installation, settlement, establishment (set of buildings)
- (art) installation
Declension
declension of εγκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • |
genitive | εγκατάστασης • εγκαταστάσεως • | εγκαταστάσεων • |
accusative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • |
vocative | εγκατάσταση • | εγκαταστάσεις • |
Related terms
- κατάσταση f (katástasi, “condition, situation”)
- απεγκατάσταση f (apegkatástasi, “deinstallation, uninstallation”)
- επανεγκατάσταση f (epanegkatástasi, “reinstallation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.