εικονολήπτης
Greek
Noun
εικονολήπτης • (eikonolíptis) m (plural εικονολήπτες, feminine εικονολήπτρια)
Declension
declension of εικονολήπτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικονολήπτης • | εικονολήπτες • |
genitive | εικονολήπτη • | εικονοληπτών • |
accusative | εικονολήπτη • | εικονολήπτες • |
vocative | εικονολήπτη • | εικονολήπτες • |
Synonyms
- κάμερα-μαν m (kámera-man)
Further reading
εικονολήπτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.