εικονολήπτρια
Greek
Noun
εικονολήπτρια • (eikonolíptria) f (plural εικονολήπτριες, masculine εικονολήπτης)
Declension
declension of εικονολήπτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικονολήπτρια • | εικονολήπτριες • |
genitive | εικονολήπτριας • | εικονοληπτριών • |
accusative | εικονολήπτρια • | εικονολήπτριες • |
vocative | εικονολήπτρια • | εικονολήπτριες • |
Further reading
εικονολήπτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.