εκτελεστικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ektelestiˈkos/
- Hyphenation: εκ‧τε‧λε‧στι‧κός
Adjective
εκτελεστικός • (ektelestikós) m (feminine εκτελεστική, neuter εκτελεστικό)
Declension
declension of εκτελεστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκτελεστικός | εκτελεστική | εκτελεστικό | εκτελεστικοί | εκτελεστικές | εκτελεστικά |
genitive | εκτελεστικού | εκτελεστικής | εκτελεστικού | εκτελεστικών | εκτελεστικών | εκτελεστικών |
accusative | εκτελεστικό | εκτελεστική | εκτελεστικό | εκτελεστικούς | εκτελεστικές | εκτελεστικά |
vocative | εκτελεστικέ | εκτελεστική | εκτελεστικό | εκτελεστικοί | εκτελεστικές | εκτελεστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο εκτελεστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο εκτελεστικός (o pio ektelestikós), etc.) |
Related terms
- εκτέλεση f (ektélesi, “execution”)
- εκτελεστής m (ektelestís, “performer, executor”), εκτελέστρια f (ekteléstria, “performer, executor”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.