ενοχλητικότητα
Greek
Etymology
ενοχλητικός (enochlitikós, “annoying”) + -ότητα (-ótita). First attested 1890.
Pronunciation
- IPA(key): /enoxlitiˈkotita/
- Hyphenation: ε‧νο‧χλη‧τι‧κό‧τη‧τα
Noun
ενοχλητικότητα • (enochlitikótita) f (plural ενοχλητικότητες)
- annoyingness, bothersomeness, peskiness
- Η ενοχλητικότητά του είναι γιατί δεν τον αφήνουν να παίξει με τα αλλά παιδιά.
- I enochlitikótitá tou eínai giatí den ton afínoun na paíxei me ta allá paidiá.
- His peskiness is why they don't let him play with other children.
Declension
declension of ενοχλητικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |
genitive | ενοχλητικότητας • | ενοχλητικοτήτων • |
accusative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |
vocative | ενοχλητικότητα • | ενοχλητικότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.