εντυπωσιακός
Greek
Etymology
From εντυπωσιάζω (entyposiázo, “to impress”).
Pronunciation
- IPA(key): /endiposiaˈkos/
- Hyphenation: ε‧ντυ‧πω‧σι‧α‧κός
Declension
declension of εντυπωσιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντυπωσιακός | εντυπωσιακή | εντυπωσιακό | εντυπωσιακοί | εντυπωσιακές | εντυπωσιακά |
genitive | εντυπωσιακού | εντυπωσιακής | εντυπωσιακού | εντυπωσιακών | εντυπωσιακών | εντυπωσιακών |
accusative | εντυπωσιακό | εντυπωσιακή | εντυπωσιακό | εντυπωσιακούς | εντυπωσιακές | εντυπωσιακά |
vocative | εντυπωσιακέ | εντυπωσιακή | εντυπωσιακό | εντυπωσιακοί | εντυπωσιακές | εντυπωσιακά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο εντυπωσιακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο εντυπωσιακός (o pio entyposiakós), etc.) |
Further reading
- εντυπωσιακός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.