επιβατική αμαξοστοιχία
Greek
Noun
επιβατική αμαξοστοιχία • (epivatikí amaxostoichía) f (plural επιβατικές αμαξοστοιχίες)
Synonyms
- τρένο n (tréno)
Coordinate terms
- αμαξοστοιχία f (amaxostoichía, “train”)
- εμπορική αμαξοστοιχία f (emporikí amaxostoichía, “goods train”)
- κοινή αμαξοστοιχία f (koiní amaxostoichía, “slow train”)
- ταχεία αμαξοστοιχία f (tacheía amaxostoichía, “express train”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.