επικοινωνία
Greek
Noun
επικοινωνία • (epikoinonía) f (plural επικοινωνίες)
- communication (between two people, machines, etc)
Declension
declension of επικοινωνία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επικοινωνία • | επικοινωνίες • |
genitive | επικοινωνίας • | επικοινωνιών • |
accusative | επικοινωνία • | επικοινωνίες • |
vocative | επικοινωνία • | επικοινωνίες • |
Related terms
- αλληλεπικοινωνία f (allilepikoinonía, “intercommunication”)
- επικοινωνώ (epikoinonó, “to talk, to communicate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.