επικοινωνώ
Greek
Verb
επικοινωνώ • (epikoinonó) (simple past επικοινώνησα)
- talk, communicate
- Έχουμε επικοινωνήσει όλη την ημέρα. ― Échoume epikoinonísei óli tin iméra. ― We talked all day long.
Conjugation
επικοινωνώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επικοινωνώ | επικοινωνούσα | θα επικοινωνώ | να επικοινωνώ | |
2s | επικοινωνείς | επικοινωνούσες | θα επικοινωνείς | να επικοινωνείς | — |
3s | επικοινωνεί | επικοινωνούσε | θα επικοινωνεί | να επικοινωνεί | |
1p | επικοινωνούμε | επικοινωνούσαμε | θα επικοινωνούμε | να επικοινωνούμε | |
2p | επικοινωνείτε | επικοινωνούσατε | θα επικοινωνείτε | να επικοινωνείτε | επικοινωνείτε |
3p | επικοινωνούν, επικοινωνούνε | επικοινωνούσαν, επικοινωνούσανε | θα επικοινωνούν, θα επικοινωνούνε | να επικοινωνούν, να επικοινωνούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επικοινωνήσω | επικοινώνησα | θα επικοινωνήσω | να επικοινωνήσω | |
2s | επικοινωνήσεις | επικοινώνησες | θα επικοινωνήσεις | να επικοινωνήσεις | επικοινώνησε |
3s | επικοινωνήσει | επικοινώνησε | θα επικοινωνήσει | να επικοινωνήσει | |
1p | επικοινωνήσουμε, επικοινωνήσομε | επικοινωνήσαμε | θα επικοινωνήσουμε, θα επικοινωνήσομε | να επικοινωνήσουμε, να επικοινωνήσομε | |
2p | επικοινωνήσετε | επικοινωνήσατε | θα επικοινωνήσετε | να επικοινωνήσετε | επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε |
3p | επικοινωνήσουν, επικοινωνήσουνε | επικοινώνησαν, επικοινωνήσαν, επικοινωνήσανε | θα επικοινωνήσουν, θα επικοινωνήσουνε | να επικοινωνήσουν, να επικοινωνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επικοινωνήσει | είχα επικοινωνήσει | θα έχω επικοινωνήσει | να έχω επικοινωνήσει | |
2s | έχεις επικοινωνήσει | είχες επικοινωνήσει | θα έχεις επικοινωνήσει | να έχεις επικοινωνήσει | |
3s | έχει επικοινωνήσει | είχε επικοινωνήσει | θα έχει επικοινωνήσει | να έχει επικοινωνήσει | |
1p | έχουμε επικοινωνήσει | είχαμε επικοινωνήσει | θα έχουμε επικοινωνήσει | να έχουμε επικοινωνήσει | |
2p | έχετε επικοινωνήσει | είχατε επικοινωνήσει | θα έχετε επικοινωνήσει | να έχετε επικοινωνήσει | |
3p | έχουν επικοινωνήσει | είχαν επικοινωνήσει | θα έχουν επικοινωνήσει | να έχουν επικοινωνήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επικοινωνημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επικοινωνημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επικοινωνημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επικοινωνημένο | ||||
Participle: | επικοινωνώντας | Non-finite ‡ | επικοινωνήσει | , ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Related terms
- επικοινωνία (epikoinonía, “communication”)
- αλληλεπικοινωνώ (allilepikoinonó, “to intercommunicate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.