επιλαχών
Greek
Adjective
επιλαχών • (epilachón) m (feminine επιλαχούσα, neuter επιλαχόν)
- runner-up
- Ο επιλαχών υποψήφιος θα επιλεχθεί για την κενή έδρα.
- O epilachón ypopsífios tha epilechtheí gia tin kení édra.
- The runner-up candidate will be selected for the vacant seat.
Declension
declension of επιλαχών
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιλαχών | επιλαχούσα | επιλαχόν | επιλαχόντες | επιλαχούσες | επιλαχόντα |
genitive | επιλαχόντος | επιλαχούσας / επιλαχούσης | επιλαχόντος | επιλαχόντων | επιλαχουσών | επιλαχόντων |
accusative | επιλαχόντα | επιλαχούσα | επιλαχόν | επιλαχόντες | επιλαχούσες | επιλαχόντα |
vocative | επιλαχών | επιλαχούσα | επιλαχόν | επιλαχόντες | επιλαχούσες | επιλαχόντα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο επιλαχών, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο επιλαχών (o pio epilachón), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.