επιχειρησιακός
Greek
Adjective
επιχειρησιακός • (epicheirisiakós) m (feminine επιχειρησιακή, neuter επιχειρησιακό)
Declension
declension of επιχειρησιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιχειρησιακός | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακοί | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
genitive | επιχειρησιακού | επιχειρησιακής | επιχειρησιακού | επιχειρησιακών | επιχειρησιακών | επιχειρησιακών |
accusative | επιχειρησιακό | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακούς | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
vocative | επιχειρησιακέ | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακοί | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο επιχειρησιακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο επιχειρησιακός (o pio epicheirisiakós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.