ευφωνικός
Greek
Declension
declension of ευφωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευφωνικός | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικοί | ευφωνικές | ευφωνικά |
genitive | ευφωνικού | ευφωνικής | ευφωνικού | ευφωνικών | ευφωνικών | ευφωνικών |
accusative | ευφωνικό | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικούς | ευφωνικές | ευφωνικά |
vocative | ευφωνικέ | ευφωνική | ευφωνικό | ευφωνικοί | ευφωνικές | ευφωνικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ευφωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ευφωνικός (o pio effonikós), etc.) |
Related terms
- ευφωνία f (effonía, “euphonia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.