ημερομίσθιος
Greek
Declension
declension of ημερομίσθιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ημερομίσθιος | ημερομίσθια | ημερομίσθιο | ημερομίσθιοι | ημερομίσθιες | ημερομίσθια |
genitive | ημερομίσθιου | ημερομίσθιας | ημερομίσθιου | ημερομίσθιων | ημερομίσθιων | ημερομίσθιων |
accusative | ημερομίσθιο | ημερομίσθια | ημερομίσθιο | ημερομίσθιους | ημερομίσθιες | ημερομίσθια |
vocative | ημερομίσθιε | ημερομίσθια | ημερομίσθιο | ημερομίσθιοι | ημερομίσθιες | ημερομίσθια |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.