ηρεμιστικός
Greek
Adjective
ηρεμιστικός • (iremistikós) m (feminine ηρεμιστική, neuter ηρεμιστικό)
Declension
declension of ηρεμιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηρεμιστικός | ηρεμιστική | ηρεμιστικό | ηρεμιστικοί | ηρεμιστικές | ηρεμιστικά |
genitive | ηρεμιστικού | ηρεμιστικής | ηρεμιστικού | ηρεμιστικών | ηρεμιστικών | ηρεμιστικών |
accusative | ηρεμιστικό | ηρεμιστική | ηρεμιστικό | ηρεμιστικούς | ηρεμιστικές | ηρεμιστικά |
vocative | ηρεμιστικέ | ηρεμιστική | ηρεμιστικό | ηρεμιστικοί | ηρεμιστικές | ηρεμιστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ηρεμιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ηρεμιστικός (o pio iremistikós), etc.) |
Synonyms
- καταπραϋντικός (katapraÿntikós)
See also
- υπνωτικός (ypnotikós, “sleep inducing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.