θανάσιμος
Greek
Declension
declension of θανάσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θανάσιμος | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |
genitive | θανάσιμου | θανάσιμης | θανάσιμου | θανάσιμων | θανάσιμων | θανάσιμων |
accusative | θανάσιμο | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμους | θανάσιμες | θανάσιμα |
vocative | θανάσιμε | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο θανάσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο θανάσιμος (o pio thanásimos), etc.) |
Derived terms
- επτά θανάσιμα αμαρτήματα (eptá thanásima amartímata, “seven deadly sins”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.