θαυμαστικός
Greek
Adjective
θαυμαστικός • (thavmastikós) m (feminine θαυμαστική, neuter θαυμαστικό)
Declension
declension of θαυμαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θαυμαστικός | θαυμαστική | θαυμαστικό | θαυμαστικοί | θαυμαστικές | θαυμαστικά |
genitive | θαυμαστικού | θαυμαστικής | θαυμαστικού | θαυμαστικών | θαυμαστικών | θαυμαστικών |
accusative | θαυμαστικό | θαυμαστική | θαυμαστικό | θαυμαστικούς | θαυμαστικές | θαυμαστικά |
vocative | θαυμαστικέ | θαυμαστική | θαυμαστικό | θαυμαστικοί | θαυμαστικές | θαυμαστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο θαυμαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο θαυμαστικός (o pio thavmastikós), etc.) |
Related terms
- θαυμαστικό n (thavmastikó, “exclamation mark”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.