θηλυπρεπής
Greek
Etymology
- θηλυπρεπής < θήλυς + -πρεπής
Pronunciation
- IPA(key): [thilipreˈpis]
- Hyphenation: θη‧λυ‧πρε‧πής
Adjective
θηλυπρεπής • (thilyprepís) m (feminine θηλυπρεπής, neuter θηλυπρεπές)
- effeminate, girly
- (derogatory) camp, gay-acting
Declension
declension of θηλυπρεπής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπής • | θηλυπρεπής • | θηλυπρεπές • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπή • |
genitive | θηλυπρεπούς • | θηλυπρεπούς • | θηλυπρεπούς • | θηλυπρεπών • | θηλυπρεπών • | θηλυπρεπών • |
accusative | θηλυπρεπή • | θηλυπρεπή • | θηλυπρεπές • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπή • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο θηλυπρεπής, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο θηλυπρεπής (o pio thilyprepís), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπέστερος | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
genitive | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερης | θηλυπρεπέστερου | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων | θηλυπρεπέστερων |
accusative | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστερους | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
vocative | θηλυπρεπέστερε | θηλυπρεπέστερη | θηλυπρεπέστερο | θηλυπρεπέστεροι | θηλυπρεπέστερες | θηλυπρεπέστερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θηλυπρεπέστερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπέστατος | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
genitive | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατης | θηλυπρεπέστατου | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων | θηλυπρεπέστατων |
accusative | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατους | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
vocative | θηλυπρεπέστατε | θηλυπρεπέστατη | θηλυπρεπέστατο | θηλυπρεπέστατοι | θηλυπρεπέστατες | θηλυπρεπέστατα |
Antonyms
- ανδροπρεπής (androprepís, “manly”)
See also
- γυναικίσιος (gynaikísios, “womanly”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.