ισχνός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἰσχνός (iskhnós).
Pronunciation
- IPA(key): /is.ˈxnɔs/
- Hyphenation: ι‧σχνός
Adjective
Declension
declension of ισχνός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχνός | ισχνή | ισχνό | ισχνοί | ισχνές | ισχνά |
genitive | ισχνού | ισχνής | ισχνού | ισχνών | ισχνών | ισχνών |
accusative | ισχνό | ισχνή | ισχνό | ισχνούς | ισχνές | ισχνά |
vocative | ισχνέ | ισχνή | ισχνό | ισχνοί | ισχνές | ισχνά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ισχνός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ισχνός (o pio ischnós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχνότερος | ισχνότερη | ισχνότερο | ισχνότεροι | ισχνότερες | ισχνότερα |
genitive | ισχνότερου | ισχνότερης | ισχνότερου | ισχνότερων | ισχνότερων | ισχνότερων |
accusative | ισχνότερο | ισχνότερη | ισχνότερο | ισχνότερους | ισχνότερες | ισχνότερα |
vocative | ισχνότερε | ισχνότερη | ισχνότερο | ισχνότεροι | ισχνότερες | ισχνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ισχνότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχνότατος | ισχνότατη | ισχνότατο | ισχνότατοι | ισχνότατες | ισχνότατα |
genitive | ισχνότατου | ισχνότατης | ισχνότατου | ισχνότατων | ισχνότατων | ισχνότατων |
accusative | ισχνότατο | ισχνότατη | ισχνότατο | ισχνότατους | ισχνότατες | ισχνότατα |
vocative | ισχνότατε | ισχνότατη | ισχνότατο | ισχνότατοι | ισχνότατες | ισχνότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.