κατάλευκος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kaˈtalefkos/
- Hyphenation: κα‧τά‧λευ‧κος
Adjective
κατάλευκος • (katálefkos) m (feminine κατάλευκη, neuter κατάλευκο)
- all white, pure, white, completely white
- 1961, Alekos Sakellarios (lyrics), Manos Hadjidakis (music), “Ο Γλάρος [The Seagull]”, in Η Αλίκη Στο Ναυτικό [Alice In The Navy], performed by Aliki Vougiouklaki:
- Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη,
Που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί.- Kai zílepsa ti várka ti mikrí ti chionáti,
Pou tis filoúse o gláros to katálefko paní. - And I was jealous of the small snow-white boat,
Whose pure white sail the seagull was kissing.
- Kai zílepsa ti várka ti mikrí ti chionáti,
-
- snow-white, lily-white
Declension
declension of κατάλευκος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάλευκος | κατάλευκη | κατάλευκο | κατάλευκοι | κατάλευκες | κατάλευκα |
genitive | κατάλευκου | κατάλευκης | κατάλευκου | κατάλευκων | κατάλευκων | κατάλευκων |
accusative | κατάλευκο | κατάλευκη | κατάλευκο | κατάλευκους | κατάλευκες | κατάλευκα |
vocative | κατάλευκε | κατάλευκη | κατάλευκο | κατάλευκοι | κατάλευκες | κατάλευκα |
Antonyms
- κατάμαυρος (katámavros, “jet-black, completely black”)
- πάμμαυρος (pámmavros, “jet-black, completely black”)
- ολόμαυρος (olómavros, “jet-black, completely black”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.