κατάμαυρος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kaˈtamavɾos/
- Hyphenation: κα‧τά‧μαυ‧ρος
Adjective
κατάμαυρος • (katámavros) m (feminine κατάμαυρη, neuter κατάμαυρο)
- jet-black, pitch-black, completely black
- 1978, Giannis Theodorakis (lyrics), Mikis Theodorakis (music), “Μενεξεδένια Τα Βουνά [Violet Were The Mountains]”, in Ταξίδι Μέσα Στη Νύχτα [Journey Into The Night], performed by Margarita Zorbala:
- Μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου,
Κατάμαυρη είναι η μοναξιά.- Menexedénia ítan ta mátia sou,
Katámavri eínai i monaxiá. - Violet were your eyes,
Pitch-black is the loneliness.
- Menexedénia ítan ta mátia sou,
-
Declension
declension of κατάμαυρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάμαυρος | κατάμαυρη | κατάμαυρο | κατάμαυροι | κατάμαυρες | κατάμαυρα |
genitive | κατάμαυρου | κατάμαυρης | κατάμαυρου | κατάμαυρων | κατάμαυρων | κατάμαυρων |
accusative | κατάμαυρο | κατάμαυρη | κατάμαυρο | κατάμαυρους | κατάμαυρες | κατάμαυρα |
vocative | κατάμαυρε | κατάμαυρη | κατάμαυρο | κατάμαυροι | κατάμαυρες | κατάμαυρα |
Antonyms
- κάτασπρος (kátaspros), κατάλευκος (katálefkos), ολόλευκος (olólefkos), ολόασπρος (olóaspros), πάλλευκος (pállefkos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.