καταλυτικός
Greek
Adjective
καταλυτικός • (katalytikós) m (feminine καταλυτική, neuter καταλυτικό)
- (general) catalytic (indicating something which accelerates a process or action)
- (chemistry) catalytic
- (automotive) catalytic
Declension
declension of καταλυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταλυτικός | καταλυτική | καταλυτικό | καταλυτικοί | καταλυτικές | καταλυτικά |
genitive | καταλυτικού | καταλυτικής | καταλυτικού | καταλυτικών | καταλυτικών | καταλυτικών |
accusative | καταλυτικό | καταλυτική | καταλυτικό | καταλυτικούς | καταλυτικές | καταλυτικά |
vocative | καταλυτικέ | καταλυτική | καταλυτικό | καταλυτικοί | καταλυτικές | καταλυτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο καταλυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο καταλυτικός (o pio katalytikós), etc.) |
Related terms
- καταλύτης (katalýtis, “catalyst, catalytic converter”)
Further reading
Καταλύτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.