καταρρακτώδης
Greek
Adjective
καταρρακτώδης • (katarraktódis) m (feminine καταρρακτώδης, neuter καταρρακτώδες)
Declension
declension of καταρρακτώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταρρακτώδης | καταρρακτώδης | καταρρακτώδες | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδη |
genitive | καταρρακτώδους | καταρρακτώδους | καταρρακτώδους | καταρρακτωδών | καταρρακτωδών | καταρρακτωδών |
accusative | καταρρακτώδη | καταρρακτώδη | καταρρακτώδες | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδεις | καταρρακτώδη |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο καταρρακτώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο καταρρακτώδης (o pio katarraktódis), etc.) |
Related terms
- καταρράκτης m (katarráktis, “torrent”)
- καταρρακτωδώς (katarraktodós, “torrentially”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.