κεντροαφρικανικός
Greek
Adjective
κεντροαφρικανικός • (kentroafrikanikós) m (feminine κεντροαφρικανική, neuter κεντροαφρικανικό)
Declension
declension of κεντροαφρικανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κεντροαφρικανικός | κεντροαφρικανική | κεντροαφρικανικό | κεντροαφρικανικοί | κεντροαφρικανικές | κεντροαφρικανικά |
genitive | κεντροαφρικανικού | κεντροαφρικανικής | κεντροαφρικανικού | κεντροαφρικανικών | κεντροαφρικανικών | κεντροαφρικανικών |
accusative | κεντροαφρικανικό | κεντροαφρικανική | κεντροαφρικανικό | κεντροαφρικανικούς | κεντροαφρικανικές | κεντροαφρικανικά |
vocative | κεντροαφρικανικέ | κεντροαφρικανική | κεντροαφρικανικό | κεντροαφρικανικοί | κεντροαφρικανικές | κεντροαφρικανικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κεντροαφρικανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κεντροαφρικανικός (o pio kentroafrikanikós), etc.) |
Derived terms
- Κεντροαφρικανική Δημοκρατία f (Kentroafrikanikí Dimokratía, “Central African Republic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.