κλεισμένος
Greek
Alternative forms
- κεκλεισμένος (kekleisménos) (formal)
Etymology
Perfect participle of κλείνομαι (kleínomai), passive voice of κλείνω (kleíno). Also see κεκλεισμένος.
Pronunciation
- IPA(key): /kliˈzmenos/
- Hyphenation: κλει‧σμέ‧νος
Participle
κλεισμένος • (kleisménos) m (feminine κλεισμένη, neuter κλεισμένο)
- closed, which has been closed
Declension
declension of κλεισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλεισμένος | κλεισμένη | κλεισμένο | κλεισμένοι | κλεισμένες | κλεισμένα |
genitive | κλεισμένου | κλεισμένης | κλεισμένου | κλεισμένων | κλεισμένων | κλεισμένων |
accusative | κλεισμένο | κλεισμένη | κλεισμένο | κλεισμένους | κλεισμένες | κλεισμένα |
vocative | κλεισμένε | κλεισμένη | κλεισμένο | κλεισμένοι | κλεισμένες | κλεισμένα |
Synonyms
- κλειστός (kleistós, “closed”)
and
- κατάκλειστος (katákleistos, “completely closed”)
- σφαλισμένος (sfalisménos, “closed”, participle) (colloquial, literary)
- σφαλιστός (sfalistós, “closed”) (colloquial, literary)
- σφραγισμένος (sfragisménos, “sealed”, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.