κολλητός
Greek
Adjective
κολλητός • (kollitós) m
Declension
declension of κολλητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολλητός | κολλητή | κολλητό | κολλητοί | κολλητές | κολλητά |
genitive | κολλητού | κολλητής | κολλητού | κολλητών | κολλητών | κολλητών |
accusative | κολλητό | κολλητή | κολλητό | κολλητούς | κολλητές | κολλητά |
vocative | κολλητέ | κολλητή | κολλητό | κολλητοί | κολλητές | κολλητά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κολλητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κολλητός (o pio kollitós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.