κουκουλοφόρος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kukuloˈfoɾos/
- Hyphenation: κου‧κου‧λο‧φό‧ρος
Noun
κουκουλοφόρος • (koukoulofóros) m or f (plural κουκουλοφόροι)
Declension
declension of κουκουλοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουκουλοφόρος • | κουκουλοφόροι • |
genitive | κουκουλοφόρου • | κουκουλοφόρων • |
accusative | κουκουλοφόρο • | κουκουλοφόρους • |
vocative | κουκουλοφόρε • | κουκουλοφόροι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.