κτητικός
Greek
Adjective
κτητικός • (ktitikós) m (feminine κτητική, neuter κτητικό)
- possessive
- Έχει κτητικές τάσεις. ― Échei ktitikés táseis. ― He has possessive tendencies.
- (grammar) possessive
- κτητική αντωνυμία ― ktitikí antonymía ― possessive pronoun
Declension
declension of κτητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κτητικός | κτητική | κτητικό | κτητικοί | κτητικές | κτητικά |
genitive | κτητικού | κτητικής | κτητικού | κτητικών | κτητικών | κτητικών |
accusative | κτητικό | κτητική | κτητικό | κτητικούς | κτητικές | κτητικά |
vocative | κτητικέ | κτητική | κτητικό | κτητικοί | κτητικές | κτητικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κτητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κτητικός (o pio ktitikós), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.