λεύτερος
Greek
Adjective
λεύτερος • (léfteros) m (feminine λεύτερη, neuter λεύτερο)
- (colloquial) Alternative form of ελεύθερος (eléftheros)
Declension
declension of λεύτερος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λεύτερος | λεύτερη | λεύτερο | λεύτεροι | λεύτερες | λεύτερα |
genitive | λεύτερου | λεύτερης | λεύτερου | λεύτερων | λεύτερων | λεύτερων |
accusative | λεύτερο | λεύτερη | λεύτερο | λεύτερους | λεύτερες | λεύτερα |
vocative | λεύτερε | λεύτερη | λεύτερο | λεύτεροι | λεύτερες | λεύτερα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο λεύτερος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο λεύτερος (o pio léfteros), etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.