μέλας
See also: μελάς and Μέλας
Ancient Greek
Etymology
From Proto-Indo-European *melh₂-. The feminine -αινα (-aina) originates from *-ih₂; see -ια (-ia) Cognates include Sanskrit मल (mala, “dirt, filth, dust”), Latvian melns, and Old Prussian melne.
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /mé.laːs/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /ˈmɛ.las/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ˈme.las/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ˈme.las/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈme.las/
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | μέλᾱς mélās |
μέλαινᾰ mélaina |
μέλᾰν mélan |
μέλᾰνε mélane |
μελαίνᾱ melaínā |
μέλᾰνε mélane |
μέλᾰνες mélanes |
μέλαιναι mélainai |
μέλᾰνᾰ mélana | |||||
Genitive | μέλᾰνος mélanos |
μελαίνης melaínēs |
μέλᾰνος mélanos |
μελᾰ́νοιν melánoin |
μελαίναιν melaínain |
μελᾰ́νοιν melánoin |
μελᾰ́νων melánōn |
μελαινῶν melainôn |
μελᾰ́νων melánōn | |||||
Dative | μέλᾰνῐ mélani |
μελαίνῃ melaínēi |
μέλᾰνῐ mélani |
μελᾰ́νοιν melánoin |
μελαίναιν melaínain |
μελᾰ́νοιν melánoin |
μέλᾰσῐ / μέλᾰσῐν mélasi(n) |
μελαίναις melaínais |
μέλᾰσῐ / μέλᾰσῐν mélasi(n) | |||||
Accusative | μέλᾰνᾰ mélana |
μέλαινᾰν mélainan |
μέλᾰν mélan |
μέλᾰνε mélane |
μελαίνᾱ melaínā |
μέλᾰνε mélane |
μέλᾰνᾰς mélanas |
μελαίνᾱς melaínās |
μέλᾰνᾰ mélana | |||||
Vocative | μέλᾰν mélan |
μέλαινᾰ mélaina |
μέλᾰν mélan |
μέλᾰνε mélane |
μελαίνᾱ melaínā |
μέλᾰνε mélane |
μέλᾰνες mélanes |
μέλαιναι mélainai |
μέλᾰνᾰ mélana | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
μελᾰ́νως melánōs |
μελᾰ́ντερος; μελᾰνώτερος melánteros? melanṓteros |
μελᾰ́ντᾰτος; μελαινότατος melántatos? melainótatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Synonyms
- κελαινός (kelainós)
- μελάγχιμος (melánkhimos)
Derived terms
- ἀμφιμέλας (amphimélas)
- ἀρκομέλας (arkomélas)
- ἐπιμέλας (epimélas)
- ἐρυθρομέλας (eruthromélas)
- εὐμέλανος (eumélanos)
- ζμυρνόμελαν (zmurnómelan)
- λευκομέλᾱς (leukomélās)
- μελάγγαιος (melángaios)
- μελαγγραφής (melangraphḗs)
- μελάγκαρπος (melánkarpos)
- μελαγκέρως (melankérōs)
- μελαγκευθής (melankeuthḗs)
- μελάγκολπος (melánkolpos)
- μελαγκόμης (melankómēs)
- μελαγκόρυφος (melankóruphos)
- μελάγκουρος (melánkouros)
- μελάγκραιρα (melánkraira)
- μελαγκράνινος (melankráninos)
- μελαγκρανίς (melankranís)
- μελαγκρήπις (melankrḗpis)
- μελάγκροκος (melánkrokos)
- μελάγκωπος (melánkōpos)
- μελαγχαίτης (melankhaítēs)
- μελάγχιμος (melánkhimos)
- μελαγχίτων (melankhítōn)
- μελάγχλαινος (melánkhlainos)
- μελάγχλωρος (melánkhlōros)
- μελαγχολάω (melankholáō)
- μελάγχροος (melánkhroos)
- μελαινάς (melainás)
- μελαινίς (melainís)
- μελαίνω (melaínō)
- μελαμβαθής (melambathḗs)
- μελαμβαφής (melambaphḗs)
- μελάμβιος (melámbios)
- μελάμβοος (melámboos)
- μελαμβόρειος (melambóreios)
- μελάμβροτος (melámbrotos)
- μελάμβωλος (melámbōlos)
- μελαμπαγής (melampagḗs)
- μελάμπεπλος (melámpeplos)
- μελαμπέταλος (melampétalos)
- μελάμπετρος (melámpetros)
- μελαμπόρφυρος (melampórphuros)
- μελάμπους (melámpous)
- μελαμπράσιον (melamprásion)
- μελάμπρῳρος (melámprōiros)
- μελάμπυγος (melámpugos)
- μελάμπυρον (melámpuron)
- μελαμφαής (melamphaḗs)
- μελαμφαρής (melampharḗs)
- μελάμφυλλος (melámphullos)
- μελάμφωνος (melámphōnos)
- μελαμψήφις (melampsḗphis)
- μελαμψίθιος (melampsíthios)
- μελάμψωρος (melámpsōros)
- μέλαν (mélan)
- μελανάετος (melanáetos)
- μελαναθήρ (melanathḗr)
- μελάναιγις (melánaigis)
- μελαναίων (melanaíōn)
- μελαναυγής (melanaugḗs)
- μελάνδετος (melándetos)
- μελανδίνης (melandínēs)
- μελανδόκος (melandókos)
- μελάνδρυον (melándruon)
- μελάνδρυος (melándruos)
- μελάνδρυς (melándrus)
- μελανειδέω (melaneidéō)
- μελανείμων (melaneímōn)
- μελανέω (melanéō)
- μελάνζοφος (melánzophos)
- μελανηφόρος (melanēphóros)
- μελανθέα (melanthéa)
- μελανθής (melanthḗs)
- μελάνθιον (melánthion)
- Μελάνθιος (Melánthios)
- Μέλανθος (Mélanthos)
- μελανία (melanía)
- μελανίζω (melanízō)
- μελάνιον (melánion)
- Μελανίππη (Melaníppē)
- μελάνιππος (melánippos)
- μελανίχροος (melaníkhroos)
- μελανόγραμμος (melanógrammos)
- μελανοδέρματος (melanodérmatos)
- μελανοδοχεῖον (melanodokheîon)
- μελανοειδής (melanoeidḗs)
- μελάνοζυξ (melánozux)
- μελάνοθριξ (melánothrix)
- μελανοκάρδιος (melanokárdios)
- μελανόμαλλος (melanómallos)
- μελανόμματος (melanómmatos)
- μελανονεκυοείμων (melanonekuoeímōn)
- μελανονεφής (melanonephḗs)
- μελανόομαι (melanóomai)
- μελανοπλόκαμος (melanoplókamos)
- μελανόπτερος (melanópteros)
- μελανοπτέρυξ (melanoptérux)
- μελανόπωλος (melanópōlos)
- μελανορράβδωτος (melanorrhábdōtos)
- μελανόρριζον (melanórrhizon)
- μελανός (melanós)
- μελανοσπαλάκισσα (melanospalákissa)
- μελάνοσσος (melánossos)
- μελανόστερφος (melanósterphos)
- μελανόστικτος (melanóstiktos)
- μελανόστολος (melanóstolos)
- μελάνοστος (melánostos)
- μελανοσυρμαῖος (melanosurmaîos)
- μελανότης (melanótēs)
- μελάνουρος (melánouros)
- μελανόφαιος (melanóphaios)
- μελανόφθαλμος (melanóphthalmos)
- μελανόφλεψ (melanóphleps)
- μελανοφορέω (melanophoréō)
- μελανοφόρος (melanophóros)
- μελάνοφρυς (melánophrus)
- μέλανσις (mélansis)
- μελάνσπερμον (melánspermon)
- μελάνστερνος (melánsternos)
- μελαντελχής (melantelkhḗs)
- μελαντηρία (melantēría)
- μελαντήριον (melantḗrion)
- μελαντραγής (melantragḗs)
- μελάνυδρος (melánudros)
- μελάνω (melánō)
- μελανώδης (melanṓdēs)
- μελανῶπις (melanôpis)
- μελάρρινος (melárrhinos)
- Μέλας (Mélas)
- μέλασμα (mélasma)
- μελασμός (melasmós)
- μεσομέλας (mesomélas)
- ὁλομέλας (holomélas)
- παμμέλας (pammélas)
- περιμέλας (perimélas)
- ῥυπαρομέλας (rhuparomélas)
- ὑπομέλας (hupomélas)
- χλωρομέλας (khlōromélas)
- ὠχρομέλας (ōkhromélas)
Descendants
- English: mela-
See also
- μέλαν (mélan)
References
- μέλας in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- μέλας in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- μέλας in Autenrieth, Georg (1891) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges, New York: Harper and Brothers
- μέλας in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, Third edition, Chicago: University of Chicago Press
- μέλας in Cunliffe, Richard J. (1924) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition, Norman: University of Oklahoma Press, published 1963
- μέλας in Slater, William J. (1969) Lexicon to Pindar, Berlin: Walter de Gruyter
- G3189 in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
- μέλας in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th–12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
- Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.