μέτριος
Greek
Adjective
μέτριος • (métrios) m (feminine μέτρια, neuter μέτριο)
- medium, mediocre, ordinary, mild
- ένας άνδρας μετρίου αναστήματος ― énas ándras metríou anastímatos ― a man of medium height
- ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνη ― énas ánthropos me métria noïmosýni ― a man of moderate intelligence
- α coffee with medium sugar
- Ένα μέτριο παρακαλώ! ― Éna métrio parakaló! ― A medium sweet coffee please.
- (by extension) unexaggerated
Declension
declension of μέτριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μέτριος | μέτρια | μέτριο | μέτριοι | μέτριες | μέτρια |
genitive | μέτριου | μέτριας | μέτριου | μέτριων | μέτριων | μέτριων |
accusative | μέτριο | μέτρια | μέτριο | μέτριους | μέτριες | μέτρια |
vocative | μέτριε | μέτρια | μέτριο | μέτριοι | μέτριες | μέτρια |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μέτριος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μέτριος (o pio métrios), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετριότερος | μετριότερη | μετριότερο | μετριότεροι | μετριότερες | μετριότερα |
genitive | μετριότερου | μετριότερης | μετριότερου | μετριότερων | μετριότερων | μετριότερων |
accusative | μετριότερο | μετριότερη | μετριότερο | μετριότερους | μετριότερες | μετριότερα |
vocative | μετριότερε | μετριότερη | μετριότερο | μετριότεροι | μετριότερες | μετριότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μετριότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετριότατος | μετριότατη | μετριότατο | μετριότατοι | μετριότατες | μετριότατα |
genitive | μετριότατου | μετριότατης | μετριότατου | μετριότατων | μετριότατων | μετριότατων |
accusative | μετριότατο | μετριότατη | μετριότατο | μετριότατους | μετριότατες | μετριότατα |
vocative | μετριότατε | μετριότατη | μετριότατο | μετριότατοι | μετριότατες | μετριότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.