μαζικός
Greek
Etymology
Calque of French en masse. Morphologically from μάζα (“mass”) + -ικός (“suffix for adjectives”).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ma.zi.ˈkos/
Audio (file) - Hyphenation: μα‧ζι‧κός
Adjective
Declension
declension of μαζικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαζικός | μαζική | μαζικό | μαζικοί | μαζικές | μαζικά |
genitive | μαζικού | μαζικής | μαζικού | μαζικών | μαζικών | μαζικών |
accusative | μαζικό | μαζική | μαζικό | μαζικούς | μαζικές | μαζικά |
vocative | μαζικέ | μαζική | μαζικό | μαζικοί | μαζικές | μαζικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μαζικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μαζικός (o pio mazikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαζικότερος | μαζικότερη | μαζικότερο | μαζικότεροι | μαζικότερες | μαζικότερα |
genitive | μαζικότερου | μαζικότερης | μαζικότερου | μαζικότερων | μαζικότερων | μαζικότερων |
accusative | μαζικότερο | μαζικότερη | μαζικότερο | μαζικότερους | μαζικότερες | μαζικότερα |
vocative | μαζικότερε | μαζικότερη | μαζικότερο | μαζικότεροι | μαζικότερες | μαζικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μαζικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαζικότατος | μαζικότατη | μαζικότατο | μαζικότατοι | μαζικότατες | μαζικότατα |
genitive | μαζικότατου | μαζικότατης | μαζικότατου | μαζικότατων | μαζικότατων | μαζικότατων |
accusative | μαζικότατο | μαζικότατη | μαζικότατο | μαζικότατους | μαζικότατες | μαζικότατα |
vocative | μαζικότατε | μαζικότατη | μαζικότατο | μαζικότατοι | μαζικότατες | μαζικότατα |
Derived terms
- μαζικοποίηση f (mazikopoíisi, “massification”)
- μαζικοποιώ (mazikopoió, “I mass, form into collective body”)
- μαζικότητα f (mazikótita, “mass appeal, in great numbers”)
Expressions:
- μαζική καταστροφή f (mazikí katastrofí, “mass destruction”)
- μαζική παραγωγή f (mazikí paragogí, “mass production”)
- μαζικός αριθμός m (mazikós arithmós, “mass number”) (physics)
- μαζική [προσέλευση]] f (mazikí [prosélefsi, “turnout in great numbers”)
- μέσα μαζικής ενημέρωσης n pl (mésa mazikís enimérosis, “media, mass media literally: of information”) (initialism: ΜΜΕ)
- μέσα μαζικής επικοινωνίας n pl (mésa mazikís epikoinonías, “media, mass media literally: of communication”) (initialism: ΜΜΕ)
- μέσα μαζικών μεταφορών n pl (mésa mazikón metaforón, “mass transportation, public transport”)
References
- μαζικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.