μεθοδικός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /me.tʰo.di.kós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /mɛ.tʰo.diˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /me.θo.ðiˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /me.θo.ðiˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /me.θo.ðiˈkos/
Adjective
μεθοδῐκός • (methodikós) m (feminine μεθοδῐκή, neuter μεθοδῐκόν); first/second declension
- going to work by rule, methodical, systematic
- (surgery, of treatment) first-aid
- crafty
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | μεθοδῐκός methodikós |
μεθοδῐκή methodikḗ |
μεθοδῐκόν methodikón |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκᾱ́ methodikā́ |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκοί methodikoí |
μεθοδῐκαί methodikaí |
μεθοδῐκᾰ́ methodiká | |||||
Genitive | μεθοδῐκοῦ methodikoû |
μεθοδῐκῆς methodikês |
μεθοδῐκοῦ methodikoû |
μεθοδῐκοῖν methodikoîn |
μεθοδῐκαῖν methodikaîn |
μεθοδῐκοῖν methodikoîn |
μεθοδῐκῶν methodikôn |
μεθοδῐκῶν methodikôn |
μεθοδῐκῶν methodikôn | |||||
Dative | μεθοδῐκῷ methodikôi |
μεθοδῐκῇ methodikêi |
μεθοδῐκῷ methodikôi |
μεθοδῐκοῖν methodikoîn |
μεθοδῐκαῖν methodikaîn |
μεθοδῐκοῖν methodikoîn |
μεθοδῐκοῖς methodikoîs |
μεθοδῐκαῖς methodikaîs |
μεθοδῐκοῖς methodikoîs | |||||
Accusative | μεθοδῐκόν methodikón |
μεθοδῐκήν methodikḗn |
μεθοδῐκόν methodikón |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκᾱ́ methodikā́ |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκούς methodikoús |
μεθοδῐκᾱ́ς methodikā́s |
μεθοδῐκᾰ́ methodiká | |||||
Vocative | μεθοδῐκέ methodiké |
μεθοδῐκή methodikḗ |
μεθοδῐκόν methodikón |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκᾱ́ methodikā́ |
μεθοδῐκώ methodikṓ |
μεθοδῐκοί methodikoí |
μεθοδῐκαί methodikaí |
μεθοδῐκᾰ́ methodiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
μεθοδῐκῶς methodikôs |
μεθοδῐκώτερος methodikṓteros |
μεθοδῐκώτᾰτος methodikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Derived terms
- Μεθοδῐκᾰ́ (Methodiká)
- μεθοδῐκοί (methodikoí)
Descendants
- Greek: μεθοδικός (methodikós)
References
- μεθοδικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- μεθοδικός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From the Ancient Greek μεθοδῐκός (methodikós).
Declension
declension of μεθοδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικός | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικοί | μεθοδικές | μεθοδικά |
genitive | μεθοδικού | μεθοδικής | μεθοδικού | μεθοδικών | μεθοδικών | μεθοδικών |
accusative | μεθοδικό | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικούς | μεθοδικές | μεθοδικά |
vocative | μεθοδικέ | μεθοδική | μεθοδικό | μεθοδικοί | μεθοδικές | μεθοδικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μεθοδικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μεθοδικός (o pio methodikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικότερος | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότεροι | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
genitive | μεθοδικότερου | μεθοδικότερης | μεθοδικότερου | μεθοδικότερων | μεθοδικότερων | μεθοδικότερων |
accusative | μεθοδικότερο | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότερους | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
vocative | μεθοδικότερε | μεθοδικότερη | μεθοδικότερο | μεθοδικότεροι | μεθοδικότερες | μεθοδικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεθοδικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεθοδικότατος | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατοι | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |
genitive | μεθοδικότατου | μεθοδικότατης | μεθοδικότατου | μεθοδικότατων | μεθοδικότατων | μεθοδικότατων |
accusative | μεθοδικότατο | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατους | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |
vocative | μεθοδικότατε | μεθοδικότατη | μεθοδικότατο | μεθοδικότατοι | μεθοδικότατες | μεθοδικότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.