μελοδραματικός
Greek
Noun
μελοδραματικός • (melodramatikós) m (feminine μελοδραματική, neuter μελοδραματικό)
Declension
declension of μελοδραματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελοδραματικός | μελοδραματική | μελοδραματικό | μελοδραματικοί | μελοδραματικές | μελοδραματικά |
genitive | μελοδραματικού | μελοδραματικής | μελοδραματικού | μελοδραματικών | μελοδραματικών | μελοδραματικών |
accusative | μελοδραματικό | μελοδραματική | μελοδραματικό | μελοδραματικούς | μελοδραματικές | μελοδραματικά |
vocative | μελοδραματικέ | μελοδραματική | μελοδραματικό | μελοδραματικοί | μελοδραματικές | μελοδραματικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μελοδραματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μελοδραματικός (o pio melodramatikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελοδραματικότερος | μελοδραματικότερη | μελοδραματικότερο | μελοδραματικότεροι | μελοδραματικότερες | μελοδραματικότερα |
genitive | μελοδραματικότερου | μελοδραματικότερης | μελοδραματικότερου | μελοδραματικότερων | μελοδραματικότερων | μελοδραματικότερων |
accusative | μελοδραματικότερο | μελοδραματικότερη | μελοδραματικότερο | μελοδραματικότερους | μελοδραματικότερες | μελοδραματικότερα |
vocative | μελοδραματικότερε | μελοδραματικότερη | μελοδραματικότερο | μελοδραματικότεροι | μελοδραματικότερες | μελοδραματικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μελοδραματικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελοδραματικότατος | μελοδραματικότατη | μελοδραματικότατο | μελοδραματικότατοι | μελοδραματικότατες | μελοδραματικότατα |
genitive | μελοδραματικότατου | μελοδραματικότατης | μελοδραματικότατου | μελοδραματικότατων | μελοδραματικότατων | μελοδραματικότατων |
accusative | μελοδραματικότατο | μελοδραματικότατη | μελοδραματικότατο | μελοδραματικότατους | μελοδραματικότατες | μελοδραματικότατα |
vocative | μελοδραματικότατε | μελοδραματικότατη | μελοδραματικότατο | μελοδραματικότατοι | μελοδραματικότατες | μελοδραματικότατα |
Related terms
- see: μελόδραμα n (melódrama, “melodrama”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.