μοίρα
Greek
Etymology
From Ancient Greek μοῖρα and the three Μοῖραι (Moîrai, “Fates”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈmira/
- Hyphenation: μοί‧ρα
Noun
μοίρα • (moíra) f (plural μοίρες)
Declension
declension of μοίρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοίρα • | μοίρες • |
genitive | μοίρας • | μοιρών • |
accusative | μοίρα • | μοίρες • |
vocative | μοίρα • | μοίρες • |
Synonyms
sense: destiny
- πεπρωμένο n (peproméno)
- γραφτό (graftó, “written”)
- ειμαρμένη f (eimarméni) (formal)
- ριζικό n (rizikó)
- κισμέτ n (kismét)
sense: portion
- μοιράδι n (moirádi)
Derived terms
- δεν έχω στον ήλιο μοίρα (den écho ston ílio moíra)
Related terms
- άμοιρος (ámoiros, “ill-fated, unfortunate”, adjective)
- δύσμοιρος (dýsmoiros, “wretched”)
- κακομοίρης (kakomoíris, “pitiable, poor”)
- κακομοιριά f (kakomoiriá)
- κακομοιριασμένος (kakomoiriasménos, “in poor condition”)
- κακομοίρικος (kakomoírikos, “of a κακομοίρης”)
- μισοκακόμοιρος (misokakómoiros, “pretending to be κακόμοιρος”)
- ψευτοκακόμοιρος (pseftokakómoiros, “falsely pretending to be κακόμοιρος”)
- κακόμοιρος (kakómoiros, “pitiable, poor”)
- μεμψιμοιρία f (mempsimoiría, “cavil”)
- μεμψίμοιρος (mempsímoiros, “complaining, grumpy”)
- μεμψίμοιρώ (mempsímoiró, “cavil”)
- μοιράζω (moirázo, “distribute”)
- μοιραίος (moiraíos, “fatal”)
- μοίραρχος m (moírarchos) (military)
- μοιρογνωμόνιο n (moirognomónio)
- μοιρολατρία f (moirolatría, “fatalism”)
- μοιρολογώ (moirologó, “mourn”)
- μοιρολόι (moirolói, “mourning”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.