μονοτονικός
Greek
Adjective
μονοτονικός • (monotonikós) m (feminine μονοτονική, neuter μονοτονικό)
Declension
declension of μονοτονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονοτονικός | μονοτονική | μονοτονικό | μονοτονικοί | μονοτονικές | μονοτονικά |
genitive | μονοτονικού | μονοτονικής | μονοτονικού | μονοτονικών | μονοτονικών | μονοτονικών |
accusative | μονοτονικό | μονοτονική | μονοτονικό | μονοτονικούς | μονοτονικές | μονοτονικά |
vocative | μονοτονικέ | μονοτονική | μονοτονικό | μονοτονικοί | μονοτονικές | μονοτονικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μονοτονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μονοτονικός (o pio monotonikós), etc.) |
See also
- πολυτονικός (polytonikós, “polytonic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.