μουσικός
Greek
Etymology
From Μοῦσα (Moûsa, “Muse”).
Adjective
Declension
declension of μουσικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μουσικός | μουσική | μουσικό | μουσικοί | μουσικές | μουσικά |
genitive | μουσικού | μουσικής | μουσικού | μουσικών | μουσικών | μουσικών |
accusative | μουσικό | μουσική | μουσικό | μουσικούς | μουσικές | μουσικά |
vocative | μουσικέ | μουσική | μουσικό | μουσικοί | μουσικές | μουσικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μουσικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μουσικός (o pio mousikós), etc.) |
Antonyms
- άμουσος (ámousos, “unmusical”)
Related terms
- μουσική f (mousikí, “music”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.