οικονομικός
Greek
Adjective
οικονομικός • (oikonomikós) m (feminine οικονομική, neuter οικονομικό)
Declension
declension of οικονομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικονομικός | οικονομική | οικονομικό | οικονομικοί | οικονομικές | οικονομικά |
genitive | οικονομικού | οικονομικής | οικονομικού | οικονομικών | οικονομικών | οικονομικών |
accusative | οικονομικό | οικονομική | οικονομικό | οικονομικούς | οικονομικές | οικονομικά |
vocative | οικονομικέ | οικονομική | οικονομικό | οικονομικοί | οικονομικές | οικονομικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο οικονομικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο οικονομικός (o pio oikonomikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικονομικότερος | οικονομικότερη | οικονομικότερο | οικονομικότεροι | οικονομικότερες | οικονομικότερα |
genitive | οικονομικότερου | οικονομικότερης | οικονομικότερου | οικονομικότερων | οικονομικότερων | οικονομικότερων |
accusative | οικονομικότερο | οικονομικότερη | οικονομικότερο | οικονομικότερους | οικονομικότερες | οικονομικότερα |
vocative | οικονομικότερε | οικονομικότερη | οικονομικότερο | οικονομικότεροι | οικονομικότερες | οικονομικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οικονομικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικονομικότατος | οικονομικότατη | οικονομικότατο | οικονομικότατοι | οικονομικότατες | οικονομικότατα |
genitive | οικονομικότατου | οικονομικότατης | οικονομικότατου | οικονομικότατων | οικονομικότατων | οικονομικότατων |
accusative | οικονομικότατο | οικονομικότατη | οικονομικότατο | οικονομικότατους | οικονομικότατες | οικονομικότατα |
vocative | οικονομικότατε | οικονομικότατη | οικονομικότατο | οικονομικότατοι | οικονομικότατες | οικονομικότατα |
Related terms
- οικονομικά n pl (oikonomiká, “economics”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.